τσιμπητός

τσιμπητός
-ή, -ό, Ν [τσιμπώ]
1. αυτός που γίνεται με τσίμπημα
2. το αρσ. ως ουσ. ο τσιμπητός
επιστήθιος φίλος
3. το ουδ. ως ουσ. το τσιμπητό
είδος παιδικού παιχνιδιού που παίζεται με μικρές τσιμπιές στα δάκτυλα
4. φρ. «τόν έκαναν τσιμπητό» — τόν συνέλαβαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσιμπώ + κατάλ. -ητός (πρβλ. αγαπ-ητός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”